- καυχητής
- καυχητής και καυχηστής, ὁ (Α) [καυχώμαι]καυχηματίας, καυχησιάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυχηταί — καυχητής boaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχητήν — καυχητής boaster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALAPISTa — apud Arnobium l. 7. mimus est ac ludio; cuiusmodi homines, ludis comoediisque exactis, sibi invicem alapas infligebant, ut spectatores ad risum commoverent. Unde Alapistarum strepitus apud Arnobium; ita enim restituit Scaliger pro solapitarum… … Hofmann J. Lexicon universale
καυχητικός — καυχητικός, ή, όν (Α) [καυχητής] καυχηματίας … Dictionary of Greek
καυχητιώ — καυχητιῶ, άω (Α) [καυχητής] θέλω να καυχιέμαι … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek